- ζευκτικός
- ζευκτικός, -ή, -όν (Α) [ζευκτός]1. (το θηλ. ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζευκτικῆς — ζευκτικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)